τρισδύστηνος

Revision as of 12:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον, = foreg., ib.9.574.

Greek (Liddell-Scott)

τρισδύστηνος: -ον, τρὶς δύστηνος, τρισάθλιος, τρισκακοδαίμων, Ἀνθ. Π. 9. 574.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τρεις φορές δύστηνος, πάρα πολύ κακότυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + δύστηνος «δύστυχος»].