Χερσονησίτης

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitant de la Chersonèse de Thrace.
Étymologie: χερσόνησος.

Greek Monolingual

και Χερρονησίτης, ὁ, Α
1. ο κάτοικος της Θρακικής Χερσονήσου
2. ως επίθ. αυτός που προέρχεται από τη Θρακική Χερσόνησο («τυροῡ Χερρονησίτου», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερσόνησος / χερρόνησος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολ-ίτης)].