φυσιοδίφης

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
ερευνητής που ασχολείται με τη σπουδή της φύσης, με τη μελέτη τών φυτών, τών ζώων και τών ορυκτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιο- (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. ιστοριο-δίφης. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].