ψάχνω
From LSJ
Greek Monolingual
και διαλ. τ. ψάχω Ν
1. αναζητώ, γυρεύω κάποιον ή κάτι (α. «ψάχνω τον δάσκαλο» β. «ψάχνω το σπίτι του»)
2. ερευνώ («έψαξαν όλο το σπίτι»)
3. ψαχουλεύω («ψάχνω τις τσέπες μου για ψιλά»)
4. μέσ. ψάχνομαι
α) αναζητώ κάτι επάνω μου («μισή ώρα ψαχνόταν για τα κλειδιά του»)
β) μτφ. προβληματίζομαι («δεν έχει αποφασίσει ποιον κλάδο θα ακολουθήσει, ακόμα ψάχνεται»)
5. φρ. α) «ψάχνω με το κερί» — αναζητώ επίμονα
β) «πάω ψάχνοντας» — κινδυνεύω να πάθω κάτι από δική μου υπαιτιότητα, από δική μου απρονοησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψάχω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έψαξα / έψαυσα του ψαύω, κατά το σχήμα έβρεξα: βρέχω. Ο τ. ψάχνω < ψάχω, με ενεστ. επίθημα -νω (πρβλ. ρίχνω)].