υπερλάμπω

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
υπερτερώ ως προς τη λαμπρότητα
αρχ.
1. λάμπω υπέρμετρα
2. υπερέχω ως προς τη μεγαλοπρέπεια
3. σκορπίζω λάμψη σε κάτι.