ο, θηλ. χειλαρού, Ναυτός που έχει μεγάλα και προεξέχοντα χείλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χείλι /χείλος + μεγεθ. κατάλ. -αράς (πρβλ. μυτ-αράς, υπν-αράς)].