Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
ο, θηλ. χειλαρού, Ναυτός που έχει μεγάλα και προεξέχοντα χείλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χείλι /χείλος + μεγεθ. κατάλ. -αράς (πρβλ. μυταράς, υπναράς)].