ὑπαμπέχω

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

   A keep under a cloak, τὸ ἦθος Plu.2.562b (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1181] (s. ἔχω), unter der Bedeckung oder dem Kleide verbergen, Plut. S. N. V. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαμπέχω: ἔχω ἢ τηρῶ ἢ κρύπτω ὑπὸ κάλυμμα, ὑποκρύπτω, τὸ ἦθος Πλούτ. 2. 562B.

French (Bailly abrégé)

envelopper d’un vêtement.
Étymologie: ὑπό, ἀμπέχω.

Greek Monolingual

Α
1. κρύβω κάτι κάτω από τα ρούχα μου
2. (γενικά) υποκρύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀμπέχω «περιβάλλω, καλύπτω»].