υποκρύπτω

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131

Greek Monolingual

ὑποκρύπτω ΝΑ
νεοελλ.
αποκρύπτω
αρχ.
1. χώνω, κρύβω κάτι κάτω από κάτι άλλο, καλύπτω, σκεπάζω
2. μεσ. ὑποκρύπτομαι
κρατώ κάτι μυστικό από κάποιον.