τηλόθεν

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

Aeol.[π]ήλοθεν prob. in Alc.Supp.12.10:—Adv., (τηλοῦ)

   A from after, τ. ἦλθεν Il.5.651, cf. S.Aj.1318, Ph.454; εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐσσί Od.6.312, cf. 7.194: in Hom. mostly folld. by ἐκ, τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης Il.1.270, al.:—τηλόθε, Pi.N.3.81, AP9.246 (Marc. Arg.).    2 sts. in the sense of τηλόθι, σήμηνε δὲ τέρματ' Ἀχιλλεὺς τ. ἐν λείῳ πεδίῳ Il.23.359: so c. gen., Πελειάδων τηλόθεν far from them. Pi.N.2.12, cf. S.Aj.204 (anap.), E.HF1112.

German (Pape)

[Seite 1107] auch τηλόθε, adv., von fern, se rnh er, ἐκ vrbudu, z. B. τηλόθεν ἐκ νήσου 18, 208, τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης 1, 270; so auch Hes.; Pind. vrbdt es auch mit dem bloßen gen., τηλόθεν Πελειάδων, N. 2, 12. In einzelnen Vrbdgn steht es dem τηλοῦ nahe, wie σήμηνε τέρματ' Ἀχιλλεὺς τηλόθεν ἐν λείῳ πεδίῳ, Il. 23, 359, was aber so aufgefaßt ist: er bezeichnete das Ziel von fern auf dem Gefilde, wie εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐσσί, wenn du auch noch so weit her bist, Od. 6, 322. 7, 194; τηλόθεν τό τ' Ἴλιον καὶ τοὺς Ἀτρείδας εἰσορῶν φυλάξομαι, Soph. Phil. 452; τηλόθεν γὰρ ᾐσθόμην βοήν, Ai. 1297; einzeln bei sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 82; Ep. ad. 275 (IX, 755).

Greek (Liddell-Scott)

τηλόθεν: Ἐπίρρ. (τηλοῦ) πόρρωθεν, μακρόθεν, ἐκ ξένης γῆς, τηλόθεν ἦλθεν Ἰλ. Ε. 651, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1318, Φιλ. 454· παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ τῆς προθέσ. ἐκ ἀκολουθούσης, τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης Ἰλ. Α. 270, κλπ.· - τηλόθε ἀπαντᾷ παρὰ Πινδ. Ν. 3. 141, Ἀνθ. Π. 9. 246, εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐσσί, ἂν καὶ εἶσαι, ἂν καὶ κατάγεσαι ἐκ χώρας πόρρω κειμένης, Ὀδ. Ζ. 312, ἣν πατρίδα γαῖαν... εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐστίν, ἂν καὶ κεῖται πόρρω, πρβλ. Η. 194, Ἰλ. Ψ. 359· σαφέστερον οὕτω μετὰ γεν., τηλόθεν Πελειάδων, μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν, Πινδ. Ν. 2. 18, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 204, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1112.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de loin : τηλόθεν εἰσορᾶν SOPH voir de loin, càd du plus loin possible, d’où le moins possible;
2 au loin;
3 loin : τηλόθεν ἐξ et gén., ou simpl. τηλόθεν gén. loin de.
Étymologie: *τηλός, -θεν.

English (Autenrieth)

from far away.

Greek Monolingual

και αιολ. τ. πήλοθεν και μσν. τ. τηλῶθεν ΜΑ
επίρρ.
1. από μακριά, από ξένη χώρα («οὐδ' ἀπέδωχ' ἵππους, ὧν εἵνεκα τηλόθεν ἦλθεν», Ομ. Ιλ.)
2. πηλόθι, πολύ μακριά («τοῡ φιλτάτου σοι τηλόθεν παιδὸς βεβώς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆλε + επιρρμ. κατάλ. -ό-θεν (βλ. λ. -θε), πρβλ. χαμ-ό-θεν].