τμητήρ

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who cuts or severs, destroyer, Nonn.D.26.303: c. gen., ib.14.311: as Adj., σίδηρος ib.13.481.

German (Pape)

[Seite 1123] ῆρος, ὁ, der Schneidende, Hauende, Zerstörende, Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

τμητήρ: ῆρος, ὁ, τέμνων ἢ χωρίζων, ὁ καταστρέφων, καταστροφεύς, σιδήρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 91.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, ΜΑ
1. αυτός που κόβει ή σχίζει
2. ως επίθ. καταστρεπτικός («τμητὴρ σίδηρος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλη-τήρ)].