(I)-άω, Α φάρμακον1. υποφέρω από την κατάποση φαρμάκου, δηλητηρίου2. χρειάζομαι φάρμακο ή θεραπευτική αγωγή.———————— (II)-όω, Αβλ. φαρμακώνω.