φιλοχαρής

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ές,

   A graceloving, Cat.Cod.Astr.2.171.    2 -χᾰρές, τό, = πράσιον, Plin.HN20.241, Gloss.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που αγαπά την χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχαρές
ονομασία του φυτού πράσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. εὐ-χαρής, πολυ-χαρής].