ὑπερζέω

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

   A boil over, Id.GA753a33, Pr.936a37, PHolm.18.23: metaph., ἁνὴρ παφλάζει . . ὑπερζέων Ar.Eq.920 (lyr.); τὰ παιδία ὑ. τῷ πάθει Arist.Pr.861b8; of anger, Eun.Hist.p.240 D.; φύσιν . . ἐν αὑτῇ οἷον ὑπερζέουσαν ζωῇ Plot.6.5.12.    2 ferment thoroughly, Dsc.5.7, Herod.Med. ap. Aët.9.2.

German (Pape)

[Seite 1195] (s. ζέΕω), übermäßig kochen, überkochen, Ar. Equ. 917 u. Sp., wie Luc. de dips. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερζέω: μέλλ. -ζέσω, ὑπερμέτρως ζέω, «παραβράζω», Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 18, Πρβλ. 24. 6· μεταφορ., ἀνὴρ παφλάζει... ὑπερζέων Ἀριστοφ. Ἱππ. 920· τὰ παιδία ὑπερζ. τῷ πάθει Ἀριστ. Προβλ. 1. 19· ὑπ. ὀργῇ εἴς τινα Βυζ.

French (Bailly abrégé)

1 bouillir trop ou très fort ; fig. bouillonner (de colère, etc.);
2 être ardent en parl. du soleil.
Étymologie: ὑπέρ, ζέω.

Greek Monolingual

Α
1. βράζω πάρα πολύ, παραβράζω
2. μτφ. α) (για τον ήλιο) καίω από ψηλά
β) βρίσκομαι σε ψυχικό αναβρασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ζέω «βράζω, κοχλάζω»].