παραβράζω

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

(μτβ. και αμτβ.) βράζω κάτι ή βράζω ο ίδιος περισσότερο από όσο πρέπει ή από όσο χρειάζεται («τά παράβρασες τα φασόλια και χύλωσαν» β. «τα χόρτα έχουν παραβράσει»).