υπερήδομαι

Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α
1. μέσ. ευφραίνομαι σε μέγιστο βαθμό
2. ενεργ. προκαλώ μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἥδομαι «ευφραίνομαι, χαίρομαι»].