ταχυκίνητος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A moving quickly, Gal.19.631, Porph.in Harm. p.240 W., Adam.2.45.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠκίνητος: -ον, ὁ ταχέως κινούμενος, Πολέμωνος Φυσιογν. σ. 284, Πορφ., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταχυκίνητος, -ον, ΝΑ
αυτός που κινείται με ταχύτητα, ευκίνητος, γοργοκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + κινητός (< κινῶ), πρβλ. βραδυ-κίνητος].