γοργοκίνητος

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που κινείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + κινητός < κινούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γεώργιο Παράσχο].