γοργοκίνητος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που κινείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + κινητός < κινούμαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γεώργιο Παράσχο].