A v. τριπλόος.
τρῐπλῇ: ἴδε τριπλόος.
v. τριπλόος.
threefold, thrice over, Il. 1.128†.
Α(ως επίρρ.) βλ. τριπλός.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. τριπλῆ του επίθ. τριπλοῦς, -ῆ, -οῦν].