τριπλῇ
From LSJ
English (LSJ)
v. τριπλόος.
French (Bailly abrégé)
v. τριπλόος.
Russian (Dvoretsky)
τριπλῇ: adv. Hom., Luc. = τριπλᾷ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλῇ: ἴδε τριπλόος.
English (Autenrieth)
threefold, thrice over, Il. 1.128†.
Greek Monolingual
Α
(ως επίρρ.) βλ. τριπλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη δοτ. του θηλ. τριπλῆ του επίθ. τριπλοῦς, -ῆ, -οῦν].
Greek Monotonic
τρῐπλῇ: δοτ. θηλ. του τριπλόος.