ον,
A hasty in spirit, Thd.Is. 35.4.
-ον, Μο ταχύς στο πνεύμα, στην ψυχή, δηλαδή ορμητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ὀξυ-κάρδιος].