ταχυκάρδιος

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ον,

   A hasty in spirit, Thd.Is. 35.4.

Greek Monolingual

-ον, Μ
ο ταχύς στο πνεύμα, στην ψυχή, δηλαδή ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. ὀξυ-κάρδιος].