τορονευτός

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ή, όν,

   A = τορνευτός, Edict.Diocl.15.43.

Greek (Liddell-Scott)

τορονευτός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιγρ. Στρατονικείας, (edict. Dioclet. L. et W. 535, Cap. XV. Οὕτως ἐκεῖ πλεονάκις, ἅπαξ δὲ ἢ δὶς μόνον τὸ τορνευτός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
τορνευτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τορνευτός (για τη μορφή βλ. λ. τορόνος)].