τορονευτός
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
τορονευτή, τορονευτόν, = τορνευτός, Edict.Diocl.15.43.
Greek (Liddell-Scott)
τορονευτός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐπιγρ. Στρατονικείας, (edict. Dioclet. L. et W. 535, Cap. XV. Οὕτως ἐκεῖ πλεονάκις, ἅπαξ δὲ ἢ δὶς μόνον τὸ τορνευτός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
τορνευτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τορνευτός (για τη μορφή βλ. λ. τορόνος)].