τεσσαροχάλης

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
(σε αλιευτική βάρκα) είδος άγκυρας με τέσσερεις βραχίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < τέσσερα + χαλός, διαλ. λ. που σημαίνει «αιχμή» και είναι μάλλον αραβ. προέλευσης].