φιλοεργός

Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

όν, or φιλόεργος, ον,

   A fond of work, industrious, κερκίς AP6.48, cf. 7.423 (Antip.Sid.): Sup., ib.6.288 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1279] oder φιλόεργος, arbeitliebend, arbeitsam; κερκίς Ep. ad. 116, 6 (VI, 48); Antp. Sid. 89 (VII, 423), u. öfter in der Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοεργός: -όν, ἢ φιλόεργος, ον, (κατὰ τὸν κανόνα τοῦ Ἀρκαδ., 87), ὁ ἀγαπῶν τὴν ἐργασίαν, φιλεργός, ἐργατικός, φιλόπονος, Ἀνθ. Π. 6. 48., 7. 423, κλπ. ὑπερθ., 6. 288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le travail, industrieux.
Étymologie: φίλος, ἔργον.

Greek Monolingual

-όν, και φιλόεργος, -ον, Α
βλ. φιλεργός.