το / χορτάριον, ΝΜΑ
1. χόρτο, χλόη, πρασινάδα
νεοελλ.
κάθε ποώδες φυτό («και στην κόμη στεφάνι φορεί / γινόμενο από λίγα χορτάρια / που είχαν μείνει στην έρημη γη», Σολωμ.)
αρχ.
μικρός χόρτος, μικρό περιβόλι, περιβολάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. βλαστ-άρι(ον)].