τετράπολο

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
(ηλεκτρολ.) α) σύστημα που περιλαμβάνει αγωγούς, διηλεκτρικά υλικά και πηγές ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο δεν μπορεί να ανταλλάξει ηλεκτρική ισχύ με το περιβάλλον παρά μόνο διά μέσου δύο ακροδεκτών εισόδου και δύο ακροδεκτών εξόδου
β) φρ. «παθητικό τετράπολο» — τετράπολο που δεν έχει πηγές ηλεκτρικής ενέργειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πόλος.