τετράπολο
Greek Monolingual
το, Ν
(ηλεκτρολ.) α) σύστημα που περιλαμβάνει αγωγούς, διηλεκτρικά υλικά και πηγές ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο δεν μπορεί να ανταλλάξει ηλεκτρική ισχύ με το περιβάλλον παρά μόνο διά μέσου δύο ακροδεκτών εισόδου και δύο ακροδεκτών εξόδου
β) φρ. «παθητικό τετράπολο» — τετράπολο που δεν έχει πηγές ηλεκτρικής ενέργειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πόλος.