φυκογείτων

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A near the seaweed, dwelling by the sea, epith. of Priapus, AP6.193 (Flacc.).

German (Pape)

[Seite 1313] ονος, dem Meertang nahe, am Meere wohnend, lebend; Statil. FIacc. 4 (VI, 193) nennt den Priapus so.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
voisin des algues, qui habite près des algues, près de la mer.
Étymologie: φῦκος, γείτων.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που κατοικεί κοντά στα φύκη, δηλαδή στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + γείτων (πρβλ. ποταμο-γείτων)].