τυφλώττω

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

   A to be blind, ψυχὴ τ. Luc.Nigr.4, cf. Phld. Po.Herc.1676.4, Cic.Att.2.19.1, Gal.15.168, Chor. in Rh.Mus.49.504 (p.252 F.-R.); περὶ τὰ κάλλιστα Plb.2.61.12; ἀμφὶ [τὰς αἱρέσεις] Gal. Libr.Ord.1.    2 to be dim, faded, of paintings, Philostr.Im.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλώττω: εἶμαι τυφλός, ἐλελήθην τὴν ψυχὴν τυφλώττουσαν περιφέρων Λουκ. Νιγρ. 4, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττικ. 2. 19· περί τι Πολύβ. 2. 61, 12. 2) εἶμαι ἀσαφής, δυσδιάγνωστος, ἐπὶ γραφῆς, μνημονευόμ. ἐκ τοῦ Φιλοστρ. (Ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ λιμώττω ἐκ τοῦ λιμός, ὀνειρώττω ἐκ τοῦ ὄνειρος). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 203-206.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être aveugle ; fig. être insensible : περί τι à qch.
Étymologie: τυφλός.

Greek Monolingual

ΝΑ
είμαι τυφλός
νεοελλ.
μτφ. εθελοτυφλώ, κάνω τα στραβά μάτια
αρχ.
(για γραφή) είμαι δυσανάγνωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυφλός + επίθημα -ώττω, δηλωτικό ασθενείας (πρβλ. ἀμβλυ-ώττω)].