τετραγονία

Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ἡ,

   A a fourth generation, Aristid.Or.38(7).5; εὐγενεῖς ἐκ -γονίας Lib. Or.42.22.

Greek (Liddell-Scott)

τετραγονία: ἡ, τέσσαρες γενεαί, τετραγονίαν τοιάνδε οὐδείς πω ἤκουσεν οὐδὲ διηγήσατο Ἀριστείδ. 1. 42.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τέσσερεις γενεές ή η τέταρτη γενεά (α. «τετραγονίαν τοιάνδε οὐδείς πω ἤκουσεν», Αριστείδ.
β. «εὐγενεῑς ἐκ τετραγονίας», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γονία (< -γόνος < γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δεκα-γονία].