-ουν και σύνθροος, -ον, Ααυτός που εκπέμπει τον ίδιο ήχο με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θρους / -θροος (< θροῦς «θόρυβος, μουρμούρισμα»), πρβλ. ἀλλό-θρους, κακόθρους].