μουρμούρισμα
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
το μουρμουρίζω
1. συγκεχυμένη και σιγανή ομιλία, ψίθυρος
2. γκρίνια, μεμψιμοιρία
3. κελάρυσμα τρεχούμενου νερού.