ὑγροπόρευτος

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ον,

   A = ὑγροκέλευθος, Orph.H.82.1.

German (Pape)

[Seite 1171] = ὑγροκέλευθος, Orph. 81, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροπόρευτος: -ον, = ὑγροκέλευθος, Ὀρφ. Ὕμν. 81. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πορεύεται μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακρο-πόρευτος].