τελάρο

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν» 1. πλαίσιο πάνω στο οποίο τεντώνουν το ύφασμα του κεντήματος
2. πλαίσιο για θύρα ή παράθυρο, περβάζι
3. ξύλινο ή πλαστικό κιβώτιο για την τοποθέτηση λαχανικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. telaro].