Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και τρυποχέρης και τρουποχέρης, -α, -ικο, Νεξαιρετικά σπάταλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύπιος / τρούπιος + -χέρης (< χέρι) πρβλ. ανοιχτο-χέρης].