ὑαλοῦς

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

   A v. ὑάλεος.

German (Pape)

[Seite 1168] ῆ, οῦν, zusammengezogen statt ὑάλεος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλοῦς: ᾶ, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ ὑάλεος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

και ὑελοῡς, -ῆ, -οῡν, και ασυναίρετος τ. ὑάλεος και υελέος, -έα, -ον, Α
1. γυάλινος («ὑαλέην οἰνοδόκον κύλικα», Ανθ. Παλ.)
2. λαμπρός, διάφανος σαν το γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + κατάλ. -εος /-οῦς (πρβλ. χρύσ-εος / -οῦς). Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στους τ. wea2reja, weareja].