ασυναίρετος

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσυναίρετος, -ον)
αυτός που δεν έχει υποστεί συναίρεση.