ασυναίρετος
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσυναίρετος, -ον)
αυτός που δεν έχει υποστεί συναίρεση.
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
-η, -ο (Μ ἀσυναίρετος, -ον)
αυτός που δεν έχει υποστεί συναίρεση.