Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
το, Ν1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί2. συνεκδ. το περιεχόμενο του τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακί («πήρα τρία τσουβάλια αλεύρι»)3. φρ. «τον έβαλαν στο τσουβάλι» — τον εξαπάτησαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval].