καννάβινος

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καννᾰ́βῐνος Medium diacritics: καννάβινος Low diacritics: καννάβινος Capitals: ΚΑΝΝΑΒΙΝΟΣ
Transliteration A: kannábinos Transliteration B: kannabinos Transliteration C: kannavinos Beta Code: kanna/binos

English (LSJ)

[ᾰβ], η, ον, like hemp, κράμβη AP11.325 (Autom.); hempen, Apollod.Poliorc.159.5; σφήκωμα Hippiatr.24.

German (Pape)

[Seite 1321] hansen, aus Hanf gemacht, Sp., κράμβη Automed. 7 (XI, 325); s. auch κανάβινος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de chanvre.
Étymologie: κάνναβις.

Greek Monotonic

καννάβῐνος: -η, -ον, καννάβινος, κατασκευασμένος από κάνναβη, παρόμοιος με κάνναβη, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

Καννάβῐνος: -η, -ον, ἐκ καννάβεως, Ἀνθ. Π. 11. 325.

Middle Liddell

καννάβῐνος, η, ον
hempen, of hemp, like it, Anth. [from κάννᾰβις]