A to be wet or moist, Hp.Aff.7, Antig.Mir.88:—Pass., become moist, Hp.Mul.2.119.
[Seite 1170] naß, feucht sein, Hippocr.
ὑγράζω: μέλλ. -άσω, (ὑγρὸς) εἶμαι ὑγρός, Ἱππ. 517. 53.
Α υγρόςείμαι υγρός, αναδίδω υγρασία.