ὑπτίασμα

Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A that which is laid back, ὑπτιάσματα χερῶν attitudes of supplication with hands upstretched, A.Pr.1005; ὑ. κειμένου πατρός his father's body as it lies supine, Id.Ag.1285.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπτίασμα: τό, τὸ κείμενον ὕπτιον, ὑπτιάσματα χερῶν, στάσις ὑπτία, στάσις τῶν χειρῶν ἱκετεύοντος, Λατ. supinis manibus, Αἰσχύλ. Πρ. 1005· τὸ πτῶμα, ὁ θάνατος, ὑπτίασμα κειμένου πατρός, τὸ σῶμα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ τὸ κείμενον ὕπτιον, δηλ. ὁ θάνατος αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγαμ. 1284.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
position renversée : ὑπτιάσματα χερῶν ESCHL mains étendues et renversées (attitude des suppliants).
Étymologie: ὑπτιάζω.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Α ὑπτιάζω
(ποιητ. τ.)
1. καθετί που βρίσκεται σε ύπτια θέση
2. (κατ' επέκτ.) α) πτώμα
β) θάνατος
3. φρ. «ὑπτιάσματα χειρῶν» — η ύπτια στάση τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (Αισχύλ.).