υδραίικος

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν Υδραίος
1. ο σχετικός με την Ύδρα («υδραίικα έθιμα»)
2. αυτός που προέρχεται από το παραπάνω νησί («υδραίικο κανάτι»).