-ή, -ό, Ναυτός που είναι γεμάτος σφρίγος, ακμαίος, ζωηρός («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω», Ελύτης).[ΕΤΥΜΟΛ. < σφρίγος + επίθημα -ηλός (πρβλ. σιωπ-ηλός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη].