σφριγηλός

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που είναι γεμάτος σφρίγος, ακμαίος, ζωηρός («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω», Ελύτης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφρίγος + επίθημα -ηλός (πρβλ. σιωπ-ηλός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη].