χάσις

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A chasm, separation, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1340] ἡ, Spalt, Scheidung, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

χάσις: -εως, ἡ, «χάσις· διάκρισις, χώρισις» Ἠσύχ.· πρβλ. Λοβεκ. Τεχνολ. 84.

Greek Monolingual

(I)
-εως, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χάσμα, διαχωρισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του χάσκω / χαίνω.———————— (II)
ἡ, Μ
βλ. χάση.