φυσιουργός

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιουργός: ὁ (*ἔργω) ὁ ποιητὴς τῆς φύσεως, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 390.

Greek Monolingual

ὁ, Α
δημιουργός της φύσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσις + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].