φυσιουργός

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487

Greek (Liddell-Scott)

φῠσιουργός: ὁ (*ἔργω) ὁ ποιητὴς τῆς φύσεως, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 390.

Greek Monolingual

ὁ, Α
δημιουργός της φύσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσις + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].