τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword
φῠσιουργός: ὁ (*ἔργω) ὁ ποιητὴς τῆς φύσεως, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 390.
ὁ, Αδημιουργός της φύσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσις + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].