σχιζοπροσωπία

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και σχιστοπροσωπία, η, Ν
(τερατολ.) διαίρεση ενός σημαντικού τμήματος του προσώπου, με επιμήκυνση προς τα επάνω της σχισμής του λαγόχειλου.