χιονοθύελλα

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
(μετεωρ.) ισχυρή διαταραχή της ατμόσφαιρας, η οποία συνοδεύεται από έντονη χιονόπτωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + θύελλα. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στο περιοδικό Παρνασσός].