ὑποσκευάζω

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

   A repair, dub. l. in PTeb.5.74 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσκευάζω: παρασκευάζω ὑποκάτω ἢ κρυφίως, ἤδη διὰ βάθους ἐν ταῖς ῥίζαις ὑποσκευασθέντος τοῦ σπέρματος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 1063D.

Greek Monolingual

Α
παρασκευάζω κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκεῦος), πρβλ. κατα-σκευάζω.