υγροταξία
Greek Monolingual
η, Ν
βιολ. κατευθυνόμενη απόκριση ενός κινητού οργανισμού στην υγρασία, μετακίνηση που προκαλείται και προσανατολίζεται από τις μεταβολές της περιεκτικότητας σε νερό, δηλ. σε υγρασία, του αέρα του περιβάλλοντος, αλλ. υγροτακτισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. hygrotaxie (< υγρός + τάξη < τάσσω)].